διγαμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διγαμία οι διγαμίες
      γενική της διγαμίας των διγαμιών
    αιτιατική τη διγαμία τις διγαμίες
     κλητική διγαμία διγαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διγαμία < δις + γάμος

Ουσιαστικό

διγαμία θηλυκό

  1. (κοινωνιολογία), (θρησκεία), (νομικός όρος): οικογενειακή παρούσα κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει δύο συζύγους, είναι παντρεμένος με δύο άτομα ταυτόχρονα
  2. η απόκτηση δεύτερου συζύγου, η κατάληξη στην παραπάνω κατάσταση, χωρίς να έχει λυθεί ο πρώτος γάμος
    η διγαμία θεωρείται έγκλημα στις περισσότερες δυτικές χώρες και προσβάλλεται από δύο μονοθεϊστικές θρησκείες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.