αερογάμης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αερογάμης οι αερογάμηδες
      γενική του αερογάμη των αερογάμηδων
    αιτιατική τον αερογάμη τους αερογάμηδες
     κλητική αερογάμη αερογάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αερογάμης < αερο- + -γάμης

Ουσιαστικό

αερογάμης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.