γαμήσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαμήσι | τα | γαμήσια |
| γενική | του | γαμησιού | των | γαμησιών |
| αιτιατική | το | γαμήσι | τα | γαμήσια |
| κλητική | γαμήσι | γαμήσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαμήσι < μεσαιωνική ελληνική γαμήσει < αρχαία ελληνική γαμήσειν, απαρέμφατος μέλλοντας του γαμῶ (νυμφεύομαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈmi.si/
υποκοριστικό
γαμησάκι (χαϊδευτικό, ευμενιστικό)
Συγγενικά
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
γαμήσι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.