φανερόγαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φανερόγαμος | η | φανερόγαμη | το | φανερόγαμο |
| γενική | του | φανερόγαμου | της | φανερόγαμης | του | φανερόγαμου |
| αιτιατική | τον | φανερόγαμο | τη | φανερόγαμη | το | φανερόγαμο |
| κλητική | φανερόγαμε | φανερόγαμη | φανερόγαμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φανερόγαμοι | οι | φανερόγαμες | τα | φανερόγαμα |
| γενική | των | φανερόγαμων | των | φανερόγαμων | των | φανερόγαμων |
| αιτιατική | τους | φανερόγαμους | τις | φανερόγαμες | τα | φανερόγαμα |
| κλητική | φανερόγαμοι | φανερόγαμες | φανερόγαμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φανερόγαμος, -η, -ο
Αντώνυμα
- κρυπτόγαμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.