φανερόγαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανερόγαμος η φανερόγαμη το φανερόγαμο
      γενική του φανερόγαμου της φανερόγαμης του φανερόγαμου
    αιτιατική τον φανερόγαμο τη φανερόγαμη το φανερόγαμο
     κλητική φανερόγαμε φανερόγαμη φανερόγαμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανερόγαμοι οι φανερόγαμες τα φανερόγαμα
      γενική των φανερόγαμων των φανερόγαμων των φανερόγαμων
    αιτιατική τους φανερόγαμους τις φανερόγαμες τα φανερόγαμα
     κλητική φανερόγαμοι φανερόγαμες φανερόγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φανερόγαμος < φανερ(ός) + -ό- + γάμος

Επίθετο

φανερόγαμος, -η, -ο

  • το είδος που έχει φανερά τα πολλαπλασιαστικά του όργανα (όρος που χρησιμοποιείται για φυτά)

Αντώνυμα

  • κρυπτόγαμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.