γαμπρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαμπρίζω < γαμπρός

Ρήμα

γαμπρίζω

  1. ψάχνω κορίτσι, για αγόρια που αντρώνονται και αναζητούν ερωτική σύντροφο
  2. εμφανίζομαι και συμπεριφέρομαι με ολοφάνερη την πρόθεσή μου να βρω ερωτική σύντροφο
  3. ψάχνω νύφη να παντρευτώ (παρωχημένο)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.