σώγαμπρος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σώγαμπρος < σώ- (<έσω) + γαμπρός

Ουσιαστικό

σώγαμπρος αρσενικό

  • παντρεμένος άντρας ο οποίος μένει με τα πεθερικά του στο σπίτι τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.