γαμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαμώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γαμῶ  και δείτε τη λέξη γαμάω

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαμώ
τονικό παρώνυμο: γάμο

Ρήμα

γαμώ

Εκφράσεις

  • γαμώ το!, γαμώ τη!
  • γαμώτο (ουσιαστικό)
  • και γαμώ!

 και δείτε τη λέξη γαμάω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.