επιγαμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιγαμία | οι | επιγαμίες |
| γενική | της | επιγαμίας | των | επιγαμιών |
| αιτιατική | την | επιγαμία | τις | επιγαμίες |
| κλητική | επιγαμία | επιγαμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιγαμία < αρχαία ελληνική ἐπιγαμία < ἐπίγαμος < ἐπί + γάμος
Ουσιαστικό
επιγαμία θηλυκό
- (νομικός όρος) η συγγένεια που προκύπτει εξ αγχιστείας, με τη σύναψη γάμου καθώς και η διαδικασία της σύναψης γάμου
- (νομικός όρος) η σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων διαφορετικής κοινωνικής ή άλλης τάξης, ομάδας, φυλής κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.