νικώ
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νικώ < αρχαία ελληνική νικάω
Ρήμα
νικώ
- υπερισχύω επί του αντιπάλου σε πόλεμο, εκλογές, αθλητικό αγώνα
- οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα
- το κόμμα μας θα νικήσει στις εκλογές
- (μεταφορικά)
- μια ιστορία που παραλληλίζει τη δική του ζωή σαν νέο παιδί που προσπαθούσε να νικήσει τις αντιξοότητες (από το λήμμα της βικιπαίδειας Ρόμαν Πολάνσκι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νικάω - νικώ | νικούσα - νίκαγα | θα νικάω - νικώ | να νικάω - νικώ | νικώντας | |
| β' ενικ. | νικάς | νικούσες - νίκαγες | θα νικάς | να νικάς | νίκα - νίκαγε | |
| γ' ενικ. | νικάει - νικά | νικούσε - νίκαγε | θα νικάει - νικά | να νικάει - νικά | ||
| α' πληθ. | νικάμε - νικούμε | νικούσαμε - νικάγαμε | θα νικάμε - νικούμε | να νικάμε - νικούμε | ||
| β' πληθ. | νικάτε | νικούσατε - νικάγατε | θα νικάτε | να νικάτε | νικάτε | |
| γ' πληθ. | νικάν(ε) - νικούν(ε) | νικούσαν(ε) - νίκαγαν - νικάγανε | θα νικάν(ε) - νικούν(ε) | να νικάν(ε) - νικούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νίκησα | θα νικήσω | να νικήσω | νικήσει | ||
| β' ενικ. | νίκησες | θα νικήσεις | να νικήσεις | νίκα - νίκησε | ||
| γ' ενικ. | νίκησε | θα νικήσει | να νικήσει | |||
| α' πληθ. | νικήσαμε | θα νικήσουμε | να νικήσουμε | |||
| β' πληθ. | νικήσατε | θα νικήσετε | να νικήσετε | νικήστε | ||
| γ' πληθ. | νίκησαν νικήσαν(ε) |
θα νικήσουν(ε) | να νικήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νικήσει | είχα νικήσει | θα έχω νικήσει | να έχω νικήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νικήσει | είχες νικήσει | θα έχεις νικήσει | να έχεις νικήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νικήσει | είχε νικήσει | θα έχει νικήσει | να έχει νικήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νικήσει | είχαμε νικήσει | θα έχουμε νικήσει | να έχουμε νικήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νικήσει | είχατε νικήσει | θα έχετε νικήσει | να έχετε νικήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νικήσει | είχαν νικήσει | θα έχουν νικήσει | να έχουν νικήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νικιέμαι | νικιόμουν(α) | θα νικιέμαι | να νικιέμαι | ||
| β' ενικ. | νικιέσαι | νικιόσουν(α) | θα νικιέσαι | να νικιέσαι | ||
| γ' ενικ. | νικιέται | νικιόταν(ε) | θα νικιέται | να νικιέται | ||
| α' πληθ. | νικιόμαστε | νικιόμαστε νικιόμασταν |
θα νικιόμαστε | να νικιόμαστε | ||
| β' πληθ. | νικιέστε | νικιόσαστε νικιόσασταν |
θα νικιέστε | να νικιέστε | νικιέστε | |
| γ' πληθ. | νικιούνται | νικιόνταν(ε) νικιούνταν νικιόντουσαν |
θα νικιούνται | να νικιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νικήθηκα | θα νικηθώ | να νικηθώ | νικηθεί | ||
| β' ενικ. | νικήθηκες | θα νικηθείς | να νικηθείς | νικήσου | ||
| γ' ενικ. | νικήθηκε | θα νικηθεί | να νικηθεί | |||
| α' πληθ. | νικηθήκαμε | θα νικηθούμε | να νικηθούμε | |||
| β' πληθ. | νικηθήκατε | θα νικηθείτε | να νικηθείτε | νικηθείτε | ||
| γ' πληθ. | νικήθηκαν νικηθήκαν(ε) |
θα νικηθούν(ε) | να νικηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω νικηθεί | είχα νικηθεί | θα έχω νικηθεί | να έχω νικηθεί | νικημένος | |
| β' ενικ. | έχεις νικηθεί | είχες νικηθεί | θα έχεις νικηθεί | να έχεις νικηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει νικηθεί | είχε νικηθεί | θα έχει νικηθεί | να έχει νικηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε νικηθεί | είχαμε νικηθεί | θα έχουμε νικηθεί | να έχουμε νικηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε νικηθεί | είχατε νικηθεί | θα έχετε νικηθεί | να έχετε νικηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν νικηθεί | είχαν νικηθεί | θα έχουν νικηθεί | να έχουν νικηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι νικημένος - είμαστε, είστε, είναι νικημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν νικημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν νικημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι νικημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι νικημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι νικημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι νικημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.