γαμπρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαμπρός | οι | γαμπροί |
| γενική | του | γαμπρού | των | γαμπρών |
| αιτιατική | τον | γαμπρό | τους | γαμπρούς |
| κλητική | γαμπρέ | γαμπροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαμπρός < μεσαιωνική ελληνική γαμπρός < αρχαία ελληνική γαμβρός < γαμέω (συγγένεια από γάμο ή ερωτική σχέση)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣamˈbɾos/
Ουσιαστικό
γαμπρός αρσενικό
- ο άντρας που παντρεύεται ή νυμφεύεται
- ο γαμπρός περίμενε τη νύφη στα σκαλιά της εκκλησίας
- γιατί ντύθηκες σαν γαμπρός;
- ο αρραβωνιαστικός
- ο όμορφος ή εύπορος νέος που πολλοί επιθυμούν να παντρέψουν με το παιδί τους
- (ειρωνικό) νέος που συχνάζει σε μέρος που υπάρχουν κορίτσια ή τα «κυνηγάει» φλερτάροντάς τα
- ο σύζυγος της κόρης μου, της αδελφής μου ή γενικότερα κάποιας συγγενή μου
- έρχεται η κόρη μου με το γαμπρό μου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ο άντρας που παντρεύεται
ο σύζυγος της κόρης μου ή του γιου μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.