προγαμιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προγαμιαίος η προγαμιαία το προγαμιαίο
      γενική του προγαμιαίου της προγαμιαίας του προγαμιαίου
    αιτιατική τον προγαμιαίο την προγαμιαία το προγαμιαίο
     κλητική προγαμιαίε προγαμιαία προγαμιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προγαμιαίοι οι προγαμιαίες τα προγαμιαία
      γενική των προγαμιαίων των προγαμιαίων των προγαμιαίων
    αιτιατική τους προγαμιαίους τις προγαμιαίες τα προγαμιαία
     κλητική προγαμιαίοι προγαμιαίες προγαμιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προγαμιαίος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική προγαμιαῖος[1][2] ή όψιμη ελληνιστική κοινή.[3][4] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + γάμ(ος) + -ιαίος.

Επίθετο

προγαμιαίος, -α, -ο

  • που γίνεται πριν από τον γάμο

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • προγαμιαίο συμβόλαιο
  • προγαμιαίες σχέσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προγαμιαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προγαμιαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. προγαμιαίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  4. προγαμιαῖος σελ.6081 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.