συνουσιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνουσιάζομαι < αρχαία ελληνική συνουσιάζω < συνουσία < συνοῦσα < σύνειμι < σύν + εἰμί
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.nu.siˈa.zo.me/
Συγγενικά
Συνώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνουσιάζομαι | συνουσιαζόμουν(α) | θα συνουσιάζομαι | να συνουσιάζομαι | συνουσιαζόμενος | |
| β' ενικ. | συνουσιάζεσαι | συνουσιαζόσουν(α) | θα συνουσιάζεσαι | να συνουσιάζεσαι | (συνουσιάζου) | |
| γ' ενικ. | συνουσιάζεται | συνουσιαζόταν(ε) | θα συνουσιάζεται | να συνουσιάζεται | ||
| α' πληθ. | συνουσιαζόμαστε | συνουσιαζόμαστε συνουσιαζόμασταν |
θα συνουσιαζόμαστε | να συνουσιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συνουσιάζεστε | συνουσιαζόσαστε συνουσιαζόσασταν |
θα συνουσιάζεστε | να συνουσιάζεστε | (συνουσιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | συνουσιάζονται | συνουσιάζονταν συνουσιαζόντουσαν |
θα συνουσιάζονται | να συνουσιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνουσιάστηκα | θα συνουσιαστώ | να συνουσιαστώ | συνουσιαστεί | ||
| β' ενικ. | συνουσιάστηκες | θα συνουσιαστείς | να συνουσιαστείς | συνουσιάσου | ||
| γ' ενικ. | συνουσιάστηκε | θα συνουσιαστεί | να συνουσιαστεί | |||
| α' πληθ. | συνουσιαστήκαμε | θα συνουσιαστούμε | να συνουσιαστούμε | |||
| β' πληθ. | συνουσιαστήκατε | θα συνουσιαστείτε | να συνουσιαστείτε | συνουσιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | συνουσιάστηκαν συνουσιαστήκαν(ε) |
θα συνουσιαστούν(ε) | να συνουσιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συνουσιαστεί | είχα συνουσιαστεί | θα έχω συνουσιαστεί | να έχω συνουσιαστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις συνουσιαστεί | είχες συνουσιαστεί | θα έχεις συνουσιαστεί | να έχεις συνουσιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συνουσιαστεί | είχε συνουσιαστεί | θα έχει συνουσιαστεί | να έχει συνουσιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνουσιαστεί | είχαμε συνουσιαστεί | θα έχουμε συνουσιαστεί | να έχουμε συνουσιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συνουσιαστεί | είχατε συνουσιαστεί | θα έχετε συνουσιαστεί | να έχετε συνουσιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνουσιαστεί | είχαν συνουσιαστεί | θα έχουν συνουσιαστεί | να έχουν συνουσιαστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.