τραπέζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τραπέζι | τα | τραπέζια |
| γενική | του | τραπεζιού | των | τραπεζιών |
| αιτιατική | το | τραπέζι | τα | τραπέζια |
| κλητική | τραπέζι | τραπέζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα ξύλινο τραπέζι,
Ετυμολογία
- τραπέζι < μεσαιωνική ελληνική τραπέζιν < αρχαία ελληνική τράπεζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tr̥-ped-ih₂- (που έχει τρία πόδια) < *tr̥-[1] (τρία) + *pṓds (πούς, πόδι)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾaˈpe.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐πέ‐ζι
Ουσιαστικό
τραπέζι ουδέτερο
Εκφράσεις
- βάζω στο τραπέζι
- κλείνω τραπέζι (σε εστιατόριο ή νυχτερινό κέντρο): κρατώ θέση
- ρίχνω στο τραπέζι (πρόταση): υποβάλλω, παρουσιάζω (μια πρόταση) στους συνομιλητές μου
- κάθομαι στο τραπέζι: παίρνω θέση για να γευματίσω
- στρώνω / βάζω τραπέζι: τοποθετώ το σερβίτσιο και το φαγητό στο τραπέζι
- ξεστρώνω / μαζεύω το τραπέζι: μαζεύω μετά το φαγητό όσα έβαλα πάνω στο τραπέζι
- κάνω το τραπέζι (σε κάποιον): παραθέτω γεύμα (σε κάποιον)
- κάθομαι στο ίδιο τραπέζι (με κάποιους): συμμετέχω στη λήψη των αποφάσεων
- τα παίρνω κάτω από το τραπέζι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
έπιπλο
Αναφορές
- Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *kʷtur- (τέσσερα), αλλά ο Andrew Sihler στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)
- πβ. μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀵𐀟𐀼 (to-pe-za)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.