τραπέζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπέζι τα τραπέζια
      γενική του τραπεζιού των τραπεζιών
    αιτιατική το τραπέζι τα τραπέζια
     κλητική τραπέζι τραπέζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα ξύλινο τραπέζι,

Ετυμολογία

τραπέζι < μεσαιωνική ελληνική τραπέζιν < αρχαία ελληνική τράπεζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tr̥-ped-ih₂- (που έχει τρία πόδια) < *tr̥-[1] (τρία) + *pṓds (πούς, πόδι)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾaˈpe.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραπέζι

Ουσιαστικό

τραπέζι ουδέτερο

  1. έπιπλο με τέσσερα, συνήθως, πόδια
    το τραπέζι της κουζίνας
    χειρουργικό τραπέζι
  2. το γεύμα ή το δείπνο
      Αύριο λοιπόν, τους λέει, πού θα πάτε στο τραπέζι να φάτε, να πάρετε και ένα σκυλάκι μαζί σας και να του ρίξετε μια κουταλιά φαΐ (Η Τζιτζίναινα, Νεοελληνικά ανάλεκτα, τόμος Α΄, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, 1870, σελ. 24 )

Εκφράσεις

  • βάζω στο τραπέζι
  • κλείνω τραπέζι (σε εστιατόριο ή νυχτερινό κέντρο): κρατώ θέση
  • ρίχνω στο τραπέζι (πρόταση): υποβάλλω, παρουσιάζω (μια πρόταση) στους συνομιλητές μου
  • κάθομαι στο τραπέζι: παίρνω θέση για να γευματίσω
  • στρώνω / βάζω τραπέζι: τοποθετώ το σερβίτσιο και το φαγητό στο τραπέζι
  • ξεστρώνω / μαζεύω το τραπέζι: μαζεύω μετά το φαγητό όσα έβαλα πάνω στο τραπέζι
  • κάνω το τραπέζι (σε κάποιον): παραθέτω γεύμα (σε κάποιον)
  • κάθομαι στο ίδιο τραπέζι (με κάποιους): συμμετέχω στη λήψη των αποφάσεων
  • τα παίρνω κάτω από το τραπέζι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *kʷtur- (τέσσερα), αλλά ο Andrew Sihler στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)
  2. πβ. μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀵𐀟𐀼 (to-pe-za)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.