tabula
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- tabula < → λείπει η ετυμολογία Ίσως < tabes + -ula
Ουσιαστικό
tabula
- σανίδα
- πίνακας
- πλάκα
- έγγραφο
- ζωγραφιά
- χάρτης
- διαθήκη
- τραπέζι (ιδίως των αργυραμοιβών)
- πληθυντικός tabulae: κατάλογοι, απογραφές
- πληθυντικός tabulae: λογιστικά βιβλία
Εκφράσεις
- tabula rasa: άγραφος πίνακας
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | tabula | tabulae |
| γενική | tabulae | tabulārum |
| δοτική | tabulae | tabulīs |
| αιτιατική | tabulam | tabulās |
| κλητική | tabula | tabulae |
| αφαιρετική | tabulā | tabulīs |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.