τράπεζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τράπεζα | οι | τράπεζες |
| γενική | της | τράπεζας & τραπέζης |
των | τραπεζών |
| αιτιατική | την | τράπεζα | τις | τράπεζες |
| κλητική | τράπεζα | τράπεζες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τράπεζα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τράπεζα[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης. Δείτε και τραπέζι.
- θρησκευτικός όρος < ελληνιστική κοινή
- για τον πιστωτικό οργανισμό < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική bank
- για τη στρογγυλή τράπεζα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική table
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾa.pe.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρά‐πε‐ζα

Αγία Τράπεζα χριστιανικού ναού

εσωτερικό τράπεζας στην Αυστραλία (1953)
Ουσιαστικό
τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- ↪ τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- (θρησκεία, αρχιτεκτονική) το κτίριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
- (οικονομία) πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
- ↪ οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
- ↪ ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
- (γενικότερα) ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
- ↪ τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
πιστωτικός οργανισμός
κτίριο με υποκατάστημα
Αναφορές
- τράπεζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τράπεζᾰ | αἱ | τράπεζαι |
| γενική | τῆς | τραπέζης | τῶν | τραπεζῶν |
| δοτική | τῇ | τραπέζῃ | ταῖς | τραπέζαις |
| αιτιατική | τὴν | τράπεζᾰν | τὰς | τραπέζᾱς |
| κλητική ὦ! | τράπεζᾰ | τράπεζαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τραπέζᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τραπέζαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
τράπεζα θηλυκό
- (έπιπλο) το τραπέζι
- το γεύμα
- ↪ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι - περιποιούμαι κάποιον με γεύμα και ύπνο
- (οικονομία) τραπέζι χρηματιστή
- ↪ ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζα (εγγύηση, ασφάλεια που δίνεται στην τράπεζα)
- → δείτε και λατινικά mensa argentaria
Εκφράσεις
- Συρακοσία τράπεζα (πολυτέλεια στη ζωή)
Αναφορές
- Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *kʷtur- (τέσσερα), αλλά ο Andrew Sihler στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)
- Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384
Πηγές
- τράπεζα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τράπεζα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.