bord
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
bord
bords
bord
(fr)
αρσενικό
η
άκρη
η περιφέρεια ενός κυκλικού αντικειμένου, πχ ενός πιάτου
το
μπορ
, ο
γύρος
του καπέλου
Δανικά
(da)
Ουσιαστικό
bord
(no)
ουδέτερο
τραπέζι
Ιρλανδικά γαελικά
(ga)
Ουσιαστικό
bord
(ga)
τραπέζι
Νορβηγικά
(no)
Ουσιαστικό
bord
(no)
ουδέτερο
τραπέζι
Ολλανδικά
(nl)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
bord
(nl)
ουδέτερο
πιάτο
Σουηδικά
(sv)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
bord
(sv)
ουδέτερο
τραπέζι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.