τραπεζάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπεζάκι τα τραπεζάκια
      γενική
    αιτιατική το τραπεζάκι τα τραπεζάκια
     κλητική τραπεζάκι τραπεζάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραπεζάκι < τραπέζι

Ουσιαστικό

τραπεζάκι ουδέτερο

  1. μικρό τραπέζι
  2. χαμηλό τραπέζι, συναντάται συνήθως στο καθιστικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.