τραπεζομάχαιρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπεζομάχαιρο τα τραπεζομάχαιρα
      γενική του τραπεζομάχαιρου των τραπεζομάχαιρων
    αιτιατική το τραπεζομάχαιρο τα τραπεζομάχαιρα
     κλητική τραπεζομάχαιρο τραπεζομάχαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραπεζομάχαιρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τραπεζομάχαιρο ουδέτερο

  • (κουζινικά) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.