δείπνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δείπνο τα δείπνα
      γενική του δείπνου των δείπνων
    αιτιατική το δείπνο τα δείπνα
     κλητική δείπνο δείπνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δείπνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεῖπνον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.pno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δείπνο

Ουσιαστικό

δείπνο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.