πούς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ποδ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πούς | οἱ | πόδες | |
| γενική | τοῦ | ποδός | τῶν | ποδῶν | |
| δοτική | τῷ | ποδῐ́ | τοῖς | ποσῐ́(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | πόδᾰ | τοὺς | πόδᾰς | |
| κλητική ὦ! | πούς | πόδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποδοῖν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πούς' όπως «πούς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- πούς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ped- (περπατώ, βαδίζω).[1] Συγγενή: λατινική pes, αγγλοσαξονική fot, αγγλική foot
Ουσιαστικό
πούς αρσενικό
- (ανατομία) (ανθρώπινο σώμα) πόδι, το μέρος του σώματος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 9,@scaife.perseus
- Ποὺς δὲ ἀνθρώπου ἐκ πολλῶν καὶ μικρῶν ὀστέων ξύγκειται, ὥσπερ χεὶρ ἄκρη.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 9,@scaife.perseus
- το κάτω μέρος του σώματος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις/Αρκαδικά, 8.39.6 @scaife.perseus
- ἐν δὲ τῷ γυμνασίῳ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ ἀμπεχομένῳ μὲν ἔοικεν ἱμάτιον, καταλήγει δὲ οὐκ ἐς πόδας, ἀλλὰ ἐς τὸ τετράγωνον σχῆμα.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις/Αρκαδικά, 8.39.6 @scaife.perseus
- (γεωγραφία) οι πρόποδες βουνού
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΤΙΜΑΣΑΡΧῼ ΑΙΓΙΝΗΤῌ ΠΑΙΔΙ ΠΑΛΑΙΣΤῌ, 4.55 @scaife.perseus
- Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρείαν Ἰαωλκὸν
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΤΙΜΑΣΑΡΧῼ ΑΙΓΙΝΗΤῌ ΠΑΙΔΙ ΠΑΛΑΙΣΤῌ, 4.55 @scaife.perseus
- η βάση
- (ναυπηγικός όρος) το κατώτατο άκρο του ιστίου (συνήθως πόδες, στον πληθυντικό)
- (ναυτικός όρος) το σχοινί με το οποίο χαλαρώνονται ή τεντώνονται τα ιστία, η σκότα
- (μετρική) μετρικός πόδας, ο μετρικός πους: σταθερό άθροισμα συλλαβών
- (μονάδα μέτρησης) μήκους (περίπου 0,30 μ.)
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη πόδες αγώνας δρόμου, ταχύτητα
- (στον πληθυντικό) νύχια πουλιών, πλοκάμια χταποδιού
- ως σημείο μέτρησης, αφετηρία ή τέρμα μετρήσεως
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 353 (στίχοι 352-353)
- ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν | ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ.
- πατόκορφα τον σκέπασαν στην κλίνην που τον θέσαν | κι ένα σινδόνι και λευκό σάβανο επάνω απλώσαν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν | ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 650 (649-650)
- ἄκουε τοίνυν, ὡς ἐγὼ τὰ πράγματα | ἐκ τῶν ποδῶν εἰς τὴν κεφαλήν σοι πάντ᾽ ἐρῶ.
- Άκου λοιπόν, κι εγώ θα σου ιστορήσω | τη φασαρία απ᾽ την κορφή ως τα νύχια.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἄκουε τοίνυν, ὡς ἐγὼ τὰ πράγματα | ἐκ τῶν ποδῶν εἰς τὴν κεφαλήν σοι πάντ᾽ ἐρῶ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 353 (στίχοι 352-353)
Εκφράσεις
- ἐκ ποδῶν, ἐκποδών: μακριά
- ἐξ ἑνὸς ποδός: μόνος
- ἐπὶ πόδα: προχωρώντας προς τα πίσω
- ἐφ' ἑνὸς ποδός: μόνος
- ἀφ' ἡσύχου ποδός: ήσυχα, στις μύτες των ποδιών
- κατὰ πόδα: από κοντά, αλλά από πίσω, ακολουθώντας, όπισθεν
- παρ' ποδός: για δουλειές του ποδαριού
- παρὰ ποδός ή πὰρ ποδός: αυθόρμητα, μια στιγμή, αμέσως
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 63 (10.62-10.64)
- τῶν δ᾽ ἕκαστος ὀρούει, | τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός· | τὰ δ᾽ εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι.
- Όσα καθένας λαχταρά, | σαν θα του τύχει, γρήγορ᾽ ας αρπάξει | τον πόθο του μπροστ᾽ απ᾽ τα πόδια του.
- Μετάφραση (1958): Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- Όμως ό,τι ο καθένας λαχταράει, | αν το πετύχει, ας το χαρεί για σήμερα· | το τί του χρόνου θα γενεί, να το προβλέψει δεν μπορεί.
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- Όσα καθένας λαχταρά, | σαν θα του τύχει, γρήγορ᾽ ας αρπάξει | τον πόθο του μπροστ᾽ απ᾽ τα πόδια του.
- τῶν δ᾽ ἕκαστος ὀρούει, | τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός· | τὰ δ᾽ εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 63 (10.62-10.64)
- παρ' ποδί, ἐν ποσί και παρὰ πόδα: κοντά
- παρὰ πόδα: σε μια στιγμή, αμέσως μετά, πρόχειρα, βιαστικά
- παρ' ποδὶ νηός: δίπλα στο πηδάλιο του πλοίου
- σὺν πατρὸς ποδί: μαζί με τον πατέρα, με τη βοήθειά του
- ὡς ποδῶν ἔχω: με όλη τη δύναμη των ποδιών μου, δηλ. όσο πιο γρήγορα μπορώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 116.1
- Ἀθηναῖοι δὲ ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον ἐς τὸ ἄστυ, καὶ ἔφθησάν τε ἀπικόμενοι πρὶν ἢ τοὺς βαρβάρους ἥκειν,
- κι οι Αθηναίοι απ᾽ τη μεριά τους, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, έσπευδαν να υπερασπιστούν την πόλη και πρόλαβαν κι έφτασαν πριν έρθουν οι βάρβαροι·
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἀθηναῖοι δὲ ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον ἐς τὸ ἄστυ, καὶ ἔφθησάν τε ἀπικόμενοι πρὶν ἢ τοὺς βαρβάρους ἥκειν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 116.1
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
-πους, ποδ-
-πους, ποδ-
Σύνθετα
- ποδο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδο- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ποδ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- -πους Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πους στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -πους @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
και
με άλλα συνθετικά:
- ἀερσιπόδης
- αἰγιπόδης
- αἰγοπόδης
- αἱματοσπόδητος
- ἀκροποδητί
- ἀκροπόδιον
- ἀλετροπόδιον
- ἁμαξήποδες
- ἁμαξόποδες
- ἀναποδισμός
- ἀναποδιστής
- ἀναποδιστικός
- ἀναποδίζω
- ἀνδράποδον & συγγενικά
- ἀντίποδες
- ἀνυποδεσία
- ἀνυποδήματος
- ἀνυποδησία
- ἀνυποδητέω
- ἀνυπόδητος
- ἀπαραπόδιστος
- ἀποδία
- ἄποδον
- ἄποδος
- ἀργιπόδης
- αὐτοποδητί
- αὐτοποδί
- αὐτοποδία
- γερανοπόδιον
- γυμνοποδέω
- γυμνοπόδης
- γυμνοπόδιον
- δαμαλοπόδια
- δασυπόδειος
- δασυπόδιον
- διαποδισμός
- διαποδίζω
- διπόδης
- διποδία
- διποδιάζω
- διποδισμός
- ἐξανδραποδίζω & συγγενικά
- ἑξαποδία
- ἑξποδιαῖος
- εἰλιπόδης
- ἐκποδών
- ἐλεπόδιον
- ἐλλόποδες
- ἐμπόδιος, ἐμποδίζω, ἐμποδών & συγγενικά
- ἐπαναποδίζω
- ἐπιπόδιος
- ἑπταπόδης
- ἑτεροποδέω
- εὐποδία
- εὐυπόδητος
- ἡμιποδιαῖος
- ἡμιπόδιον
- ἡμιπόδιος
- ἱερακοπόδιον
- ἱππόποδες
- ἱστόποδες
- καλαπόδιον
- καλοπόδιον
- καμηλοπόδιον
- καταπόδα
- καταποδίζω
- κλειτοπόδιον
- κλινοπόδιον
- κονίποδες
- κορωνοπόδιον
- κορωνοποδώδης
- κυλλοποδίων
- Κυλλοποδίων
- κυνήποδες
- κυνοπόδιον
- λαβροπόδης
- λαθροπόδης
- λεοντοπόδιον
- λευκοποδήρης
- Λυκόποδες
- μονοποδία
- ναύποδα
- ναυσίποδες
- νεόποδες
- ξυλοπόδης
- ὀξυποδέω
- ὀξυποδητής
- ὀξυποδία
- Οἰδιπόδας
- Οἰδιπόδειος
- Οἰδιπόδης
- ὀκταπόδης
- ὀκταπόδιον
- ὀρθοποδέω
- ὀρθοπόδης
- παραπόδιος
- παραποδισμός
- παραποδιστός
- παραποδίζω
- παρεμποδισμός
- παρεμποδίζω
- παρεμποδών
- παρπόδιος
- πενθημιπόδιος
- περιπόδιος
- πολυπόδειος
- πολυπόδης
- πολυποδία
- πολυπόδιον
- πολυποδίτης
- πολυποδώδης
- πουλυπόδειος
- προποδισμός
- προποδιστικός
- προποδίζω
- προποδών
- Σκιάποδες
- σκιμπόδιον
- σκιρτοπόδης
- στραβοπόδης
- συμποδηγετέω
- συμποδηγέω
- συμποδισμός
- συμποδίζω
- συριγγόποδες
- συρόποδες
- σχιζοποδία
- ταὐτοποδία
- τετραποδηδόν
- τετραπόδης
- τετραποδητί
- τετραποδία
- τετραποδισμός
- τετραποδιστής
- τετραποδιστί
- τετραποδίζω
- τετράποδος
- τραγῳδοποδάγρα
- τριημιπόδιον
- τριπόδειος
- τριποδηφορέω
- τριποδηφορικός
- τριποδηφόρος
- τριπόδης
- τριποδία
- τριπόδιον
- τριπόδιος
- τριποδίζω
- τριποδοειδής
- ὑπόδημα & συγγενικά
- ὑποποδία
- ὑποπόδιον
- ὑποποδισμός
- ὑποποδίζω
- ὑψιπόδης
- ὠκυπόδης
- χειροπόδης
- ψαυκροπόδης
- ψηττόποδες
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πούς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πούς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.