τραπέζωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τραπέζωμα | τα | τραπεζώματα |
| γενική | του | τραπεζώματος | των | τραπεζωμάτων |
| αιτιατική | το | τραπέζωμα | τα | τραπεζώματα |
| κλητική | τραπέζωμα | τραπεζώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραπέζωμα < ελληνιστική τραπέζωμα < τραπεζόω-τραπεζῶ
Ουσιαστικό
τραπέζωμα ουδέτερο
- η πρόσκληση κάποιου σε γεύμα για τιμητικούς λόγους
- του έδειξαν την ευγνωμοσύνη τους με ένα ωραίο τραπέζωμα
Μεταφράσεις
τραπέζωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.