𐀵𐀟𐀼

Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)

to
peza

Ετυμολογία

𐀵𐀟𐀼 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tr̥-ped-ih₂- (που έχει τρία πόδια) < *tr̥- Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *kʷtur- (τέσσερα), αλλά ο Andrew Sihler στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! [1] (τρία) + *pṓds (πούς, πόδι)

Ουσιαστικό

𐀵𐀟𐀼 (to-pe-za)

Αναφορές

  1. New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.