τέσσερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τέσσερα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέσσαρα, ουδέτερο του τέσσερις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈte.se.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέσσερα
 

Αριθμητικό

τέσσερα άκλιτο και τέσσαρα

  • το απόλυτο αριθμητικό (4) που ακολουθεί το τρία και προηγείται του πέντε

Γραφές

Εκφράσεις

  • δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα : δεν έχεις ιδέα
  • να έχεις τα μάτια σου τέσσερα / δεκατέσσερα : να προσέχεις πολύ
  • στα τέσσερα : τροχάδην
  • το μωρό πάει με τα τέσσερα : το μωρό πάει μπουσουλώντας

Παράγωγα

αριθμητικά
απόλυτο: τέσσερα
ψηφίο: τεσσάρι
τακτικό: τέταρτος
πολλαπλασιαστικό:  τετραπλός
αναλογικό: τετραπλάσιος
περιληπτικό: τετράδα  
επίρρημα: τετράκις
πρόθημα: τετρα-
 
χρονικά
λεπτά: τετράλεπτο
ώρες: τετράωρο
ημέρες: τετραήμερο
μήνες: τετράμηνο
έτη: τετραετία
διάρκεια:    
  ο, η τετραετής, το τετραετές / ο τετράχρονος, η τετράχρονη, το τετράχρονο  

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τέσσερα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.