σπίτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπίτι | τα | σπίτια |
| γενική | του | σπιτιού | των | σπιτιών |
| αιτιατική | το | σπίτι | τα | σπίτια |
| κλητική | σπίτι | σπίτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σπίτι στη Νάουσα (στεγάζει το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα)
Ετυμολογία
- σπίτι < μεσαιωνική ελληνική σπίτιν < ὁσπίτιν < ελληνιστική κοινή ὁσπίτιον < λατινική hospitium < hospes
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspi.ti/
Ουσιαστικό
σπίτι ουδέτερο
- κτήριο που προορίζεται για ιδιωτική κατοίκηση
- το κτήριο ή το διαμέρισμα που αποτελεί την κατοικία ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας
- το εσωτερικό μιας κατοικίας μαζί με την επίπλωση
- η οικογένεια, οι οικογενειακές σχέσεις
Συνώνυμα
Σύνθετα
- άσπιτος
- σπιτόγατος
- σπιτονοικοκύρης
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σπιτο στο Βικιλεξικό
όπως
-
σπίτι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σπίτι
σπίτι μου, σπιτάκι μου
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.