σπιτάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπιτάκι τα σπιτάκια
      γενική
    αιτιατική το σπιτάκι τα σπιτάκια
     κλητική σπιτάκι σπιτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπιτάκι < σπίτι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

σπιτάκι ουδέτερο

  1. μικρό σπίτι
    Το σπιτάκι του σκύλου.

Εκφράσεις

  • σπίτι μου, σπιτάκι μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.