σκυλόσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκυλόσπιτο τα σκυλόσπιτα
      γενική του σκυλόσπιτου των σκυλόσπιτων
    αιτιατική το σκυλόσπιτο τα σκυλόσπιτα
     κλητική σκυλόσπιτο σκυλόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκύλος μέσα σε σκυλόσπιτο

Ετυμολογία

σκυλόσπιτο < σκυλό- + -σπιτο Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /sciˈlo.spi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυλόσπιτο

Ουσιαστικό

σκυλόσπιτο ουδέτερο

  • κατασκευή μικρού μεγέθους η οποία μοιάζει με σπίτι η όποια χρησιμοποιείται για τη στέγαση ενός σκύλου
      Η χρήση λουριού, περιοριστικού φράχτη, σκυλόσπιτου, φίμωτρου, πορτούλας μωρού κτλ. μπορεί να προστατεύσει το ζώο από την έκθεσή του σε ερεθίσματα αποτρέποντας γεγονότα.
    Βενιού, Ειρήνη (5 Οκτωβρίου 2013), Τι κάνει τα σκυλιά επιθετικά;, Το Βήμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • σκυλόσπιτο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.