κουκλόσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουκλόσπιτο τα κουκλόσπιτα
      γενική του κουκλόσπιτου των κουκλόσπιτων
    αιτιατική το κουκλόσπιτο τα κουκλόσπιτα
     κλητική κουκλόσπιτο κουκλόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουκλόσπιτο < κούκλ(α) + -ό- + -σπιτο

Ουσιαστικό

κουκλόσπιτο ουδέτερο

  • το παιδικό σπίτι που προορίζεται για κούκλες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.