αρχοντόσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχοντόσπιτο τα αρχοντόσπιτα
      γενική του αρχοντόσπιτου των αρχοντόσπιτων
    αιτιατική το αρχοντόσπιτο τα αρχοντόσπιτα
     κλητική αρχοντόσπιτο αρχοντόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχοντόσπιτο < αρχοντό- + -σπιτο < άρχοντας + σπίτι

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.xonˈdo.spi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχοντόσπιτο

Ουσιαστικό

αρχοντόσπιτο ουδέτερο

  1. σπίτι μεγάλο, με πολλές ανέσεις
    ζει σ' ένα αρχοντόσπιτο, δίπατο, στη μέση του χωριού, μ' ένα σωρό δωμάτια, τρία μπαλκόνια και υποστατικό
     συνώνυμα: αρχοντικό, πλουσιόσπιτο
  2. (μεταφορικά) πλούσια οικογένεια ή αρχοντική γενιά
     συνώνυμα: μεγάλο τζάκι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.