house
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| house | houses |
house (en), πληθυντικός houses (/haʊzɪz/)
- σπίτι, οίκος
- (γενικότερα) κάθε κτήριο ή μέρος κτηρίου με συγκεκριμένο προορισμό
- το κτήριο που στεγάζει ένα θέατρο ή το κοινό που παρακολουθεί μια παράσταση
- εμπορικός οίκος
- οίκος, δυναστεία
- o οίκος, καθεμιά από τις δώδεκα διαιρέσεις του αστρολογικού χάρτη
- βουλή, το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο
- είδος μουσικής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.