ξυλόσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλόσπιτο τα ξυλόσπιτα
      γενική του ξυλόσπιτου των ξυλόσπιτων
    αιτιατική το ξυλόσπιτο τα ξυλόσπιτα
     κλητική ξυλόσπιτο ξυλόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλόσπιτο < ξύλο + σπίτι

Ουσιαστικό

ξυλόσπιτο ουδέτερο

  1. ξύλινο σπίτι
  2. (μεταφορικά) πρόχειρη κατασκευή, παράγκα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.