σπιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπιτικός η σπιτική
& σπιτικιά
το σπιτικό
      γενική του σπιτικού της σπιτικής
& σπιτικιάς
του σπιτικού
    αιτιατική τον σπιτικό τη σπιτική
& σπιτικιά
το σπιτικό
     κλητική σπιτικέ σπιτική
& σπιτικιά
σπιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπιτικοί οι σπιτικές τα σπιτικά
      γενική των σπιτικών των σπιτικών των σπιτικών
    αιτιατική τους σπιτικούς τις σπιτικές τα σπιτικά
     κλητική σπιτικοί σπιτικές σπιτικά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπιτικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπιτικός < μεσαιωνική ελληνική ὁσπιτικός με αποβολή του αρχικού φωνήεντος από συμπροφορά του με το άρθρο < ὁσπίτ(ιν) + -ικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /spi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπιτικός

Επίθετο

σπιτικός, -ή/-ιά, -ό

  1. που σχετίζεται με το σπίτι
  2. που φτιάχνεται στο σπίτι
  3. (ουσιαστικοποιημένο) σπιτικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Επίθετο

σπιτικός, -ή, -όν

  • άλλη μορφή του ὁσπιτικός
     δείτε και το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο  σπιτικόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.