σπιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπιτικός | η | σπιτική & σπιτικιά |
το | σπιτικό |
| γενική | του | σπιτικού | της | σπιτικής & σπιτικιάς |
του | σπιτικού |
| αιτιατική | τον | σπιτικό | τη | σπιτική & σπιτικιά |
το | σπιτικό |
| κλητική | σπιτικέ | σπιτική & σπιτικιά |
σπιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπιτικοί | οι | σπιτικές | τα | σπιτικά |
| γενική | των | σπιτικών | των | σπιτικών | των | σπιτικών |
| αιτιατική | τους | σπιτικούς | τις | σπιτικές | τα | σπιτικά |
| κλητική | σπιτικοί | σπιτικές | σπιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπιτικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπιτικός < μεσαιωνική ελληνική ὁσπιτικός με αποβολή του αρχικού φωνήεντος από συμπροφορά του με το άρθρο < ὁσπίτ(ιν) + -ικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /spi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐τι‐κός
Επίθετο
σπιτικός, -ή/-ιά, -ό
- που σχετίζεται με το σπίτι
- που φτιάχνεται στο σπίτι
- (ουσιαστικοποιημένο) σπιτικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπίτι
Αναφορές
- σπιτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Επίθετο
σπιτικός, -ή, -όν
- άλλη μορφή του ὁσπιτικός
- → δείτε και το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο σπιτικόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.