σπιτονοικοκύρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπιτονοικοκύρης οι σπιτονοικοκύρηδες
      γενική του σπιτονοικοκύρη των σπιτονοικοκύρηδων
    αιτιατική τον σπιτονοικοκύρη τους σπιτονοικοκύρηδες
     κλητική σπιτονοικοκύρη σπιτονοικοκύρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπιτονοικοκύρης < σπίτ(ι) + -ο- + νοικοκύρης[1]

Ουσιαστικό

σπιτονοικοκύρης αρσενικό (θηλυκό σπιτονοικοκυρά)

  1. ο νοικοκύρης του σπιτιού
  2. ο οικοδεσπότης
  3. αυτός που παραχωρεί ένα σπίτι προς ενοικίαση (το νοικιάζει) σε σχέση με τον ενοικιαστή του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.