teach
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | teach |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | teaches |
| αόριστος | taught |
| παθητική μετοχή | taught |
| ενεργητική μετοχή | teaching |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Προφορά
- ΔΦΑ : /tit͡ʃ/
Ρήμα
teach (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διδάσκω, κάνω μαθήματα σε μαθητές σε σχολείο, κολέγιο, πανεπιστήμιο κτλ.· βοηθώ κάποιον να μάθει κάτι δίνοντας πληροφορίες για αυτό
- ↪ I teach chemistry/history.
- Διδάσκω χημεία/ιστορία.
- ↪ She teaches (University) students physics.
- Διδάσκει τους φοιτητές φυσική.
- ↪ The students were not taught all of the material.
- Οι μαθητές δε διδάχτηκαν όλη την ύλη.
- ↪ They were examined on the material taught.
- Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη.
- ↪ It’s exhausting teaching 10 hours a day./It’s exhausting to teach 10 hours a day.
- Είναι εξαντλητικό να διδάσκεις 10 ώρες την ημέρα.
- ↪ I teach chemistry/history.
- (μεταβατικό) διδάσκω, δείχνω σε κάποιον πώς να κάνει κάτι, ώστε να μπορεί να το κάνει μόνος του
- ↪ He taught me to swim.
- Με δίδαξε να κολυμπάω.
- ↪ This year they will also be taught Greek dances.
- Του χρόνου θα διδαχθούν και ελληνικούς χορούς.
- ↪ He taught me to swim.
- (μεταβατικό) διδάσκω, κάνω κάποιον να αισθάνεται ή να σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο
- ↪ Christ taught love.
- Ο Χριστός δίδασκε την αγάπη.
- ↪ I am taught by my mistakes.
- Διδάσκομαι από τα λάθη μου.
- ↪ Christ taught love.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.