αγροτόσπιτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγροτόσπιτο | τα | αγροτόσπιτα |
| γενική | του | αγροτόσπιτου | των | αγροτόσπιτων |
| αιτιατική | το | αγροτόσπιτο | τα | αγροτόσπιτα |
| κλητική | αγροτόσπιτο | αγροτόσπιτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
αγροτόσπιτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.