casa

Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
casa casas

Ουσιαστικό

casa (es) θηλυκό



Ιταλικά (it)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

casa (it) θηλυκό



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

casa (ca) θηλυκό

  1. το σπίτι



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
casa casas

casa (pt) θηλυκό

  1. το σπίτι

Εκφράσεις

  • em casa de - σπίτι (μου, σου, μας, ...)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.