αυτοκινητόσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτοκινητόσπιτο τα αυτοκινητόσπιτα
      γενική του αυτοκινητόσπιτου των αυτοκινητόσπιτων
    αιτιατική το αυτοκινητόσπιτο τα αυτοκινητόσπιτα
     κλητική αυτοκινητόσπιτο αυτοκινητόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοκινητόσπιτο < αυτοκίνητο + -ο- + σπίτι + -ο

Ουσιαστικό

αυτοκινητόσπιτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.