φτωχόσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτωχόσπιτο τα φτωχόσπιτα
      γενική του φτωχόσπιτου των φτωχόσπιτων
    αιτιατική το φτωχόσπιτο τα φτωχόσπιτα
     κλητική φτωχόσπιτο φτωχόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτωχόσπιτο < φτωχό- + σπίτ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

φτωχόσπιτο ουδέτερο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.