χαμόσπιτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαμόσπιτο | τα | χαμόσπιτα |
| γενική | του | χαμόσπιτου | των | χαμόσπιτων |
| αιτιατική | το | χαμόσπιτο | τα | χαμόσπιτα |
| κλητική | χαμόσπιτο | χαμόσπιτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαμόσπιτο ουδέτερο
- πολύ φτωχικό σπίτι μικρού ύψους και κακής κατασκευής
- ※ Πιο πολύ του μικρού Θ. Λ. του άρεσε να κοιτάζει τα χαμόσπιτα της Νέας Ιωνίας, τα «προσφυγικά», και τις ασβεστωμένες αυλές, τις γεμάτες γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)
- ※ Χειμώνα, καλοκαίρι, ζούσε όξω. Φύλακας, πιο πολύ παρά μπαξεβάνης, ο μπαμπάς της· η καλύβα του, το χαμόσπιτό του, πλάγι στο ξοχικό που νοίκιαζε ο Γιώργος· η καλύβα στον οξώτοιχο κολλητά· το σπίτι του Γιώργου, μέσα στη μέση του ποστατικού· πεντέξι βήματα για να πας από το ένα στο άλλο. (Γιάννης Ψυχάρης, Το ταχυδρομικό δελτάριο, Στον ίσκιο του πλατάνου, 1911)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.