παπαδόσπιτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παπαδόσπιτο | τα | παπαδόσπιτα |
| γενική | του | παπαδόσπιτου | των | παπαδόσπιτων |
| αιτιατική | το | παπαδόσπιτο | τα | παπαδόσπιτα |
| κλητική | παπαδόσπιτο | παπαδόσπιτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παπαδόσπιτο ουδέτερο
(λαϊκότροπο)
- το σπίτι του παπά
- ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβάς διά νά εἴπῃ μίαν καλησπέραν καί νά πίῃ μίαν ρακιά, κατά τό σύνηθες, εἰς τό παπαδόσπιτο (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.