χωριατόσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωριατόσπιτο τα χωριατόσπιτα
      γενική του χωριατόσπιτου των χωριατόσπιτων
    αιτιατική το χωριατόσπιτο τα χωριατόσπιτα
     κλητική χωριατόσπιτο χωριατόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωριατόσπιτο < χωριό και σπίτι

Ουσιαστικό

χωριατόσπιτο ουδέτερο

  • η αγροικία, αλλά συνήθως με μειωτική έννοια, για σπίτι πολύ ταπεινό, χωρίς ανέσεις, που δεν καλύπτει τις ανάγκες ενός αστού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.