home
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
home
homes
home
(en)
το
σπίτι
≈
συνώνυμα
:
house
(
μεταφορικά
)
η
πατρίδα
≈
συνώνυμα
:
homeland
(
μεταφορικά
)
το
άσυλο
(
διαδίκτυο
)
η κεντρική
σελίδα
ενός ιστοτόπου
≈
συνώνυμα
:
home page
Παράγωγα
homeland
hometown
Επίρρημα
home
(en)
στο
σπίτι
Καταλανικά
(ca)
Ουσιαστικό
home
(ca)
αρσενικό
άνδρας
,
άντρας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.