κτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κτήριο | τα | κτήρια |
| γενική | του | κτηρίου & κτήριου |
των | κτηρίων |
| αιτιατική | το | κτήριο | τα | κτήρια |
| κλητική | κτήριο | κτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κτήριο < μεσαιωνική ελληνική κτήριον [1] / κτίρειον / κτίριον[2] < *οικτήριον < αρχαία ελληνική οἰκητήριον ή < ελληνιστική κοινή εὐκτήριον (οίκος προσευχής), ουδέτερο του εὐκτήριος < αρχαία ελληνική εὐκτός < εὔχομαι < εὐχή· < οἰκέω / οἰκῶ < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτή‐ρι‐ο
- το χτίριο
Συγγενικά
- κτηριακός / κτιριακός
- κτηριοδομικός / κτιριοδομικός
- κτηριολογία / κτιριολογία
- κτηριολογικός / κτιριολογικός
-
κτήριο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κτήριο
|
Αναφορές
- κτήριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κτίριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας: «παρετυμολογία από το κτίζω»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.