πόρτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόρτα οι πόρτες
      γενική της πόρτας των πορτών
    αιτιατική την πόρτα τις πόρτες
     κλητική πόρτα πόρτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόρτα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πόρτα < λατινική porta (πύλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ = διά + περνώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpoɾ.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πόρτα

Ουσιαστικό

πόρτα θηλυκό

  1. κατασκευή, συνήθως ξύλινη ή μεταλλική, που προσαρμόζεται στην είσοδο κτιρίου, δωματίου ή ακάλυπτου περιφραγμένου χώρου, την οποία μπορεί κανείς να ανοίγει ή να κλείνει
    η πόρτα της κουζίνας
  2. (γενικότερα) η κατασκευή που προσαρμόζεται στην είσοδο οχήματος, ώστε να μπορεί κανείς να την ανοίγει ή να την κλείνει
    η πόρτα του αυτοκινήτου
  3. (αργκό) το προσωπικό που κάνει έλεγχο στην είσοδο κέντρου διασκεδάσεως και η αντίστοιχη θέση εργασίας
  4. (τάβλι) το να υπάρχουν δύο τουλάχιστον πούλια σε μία θέση, ή ένα στην περίπτωση του «φεύγα» και του «γκιουλ»

Εκφράσεις

τρώω πόρτα: δε μου επιτρέπουν να μπω (συνήθως για είσοδο σε κέντρο διασκέδασης)

Συγγενικά

Υποκοριστικά
Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πόρτα ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.