διαπερνώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαπερνώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαπερνῶ → δείτε και τη λέξη διαπερνάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.peɾˈno/ & /ðʝa.peɾˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐περ‐νώ
Μεταφράσεις
διαπερνώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.