πύλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πύλη οι πύλες
      γενική της πύλης των πυλών
    αιτιατική την πύλη τις πύλες
     κλητική πύλη πύλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πύλη < αρχαία ελληνική πύλη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.li/

Ουσιαστικό

πύλη θηλυκό

  1. λογικό κύκλωμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
  2. ιστοσελίδα με ποικίλο περιεχόμενο
  3. είσοδος, πόρτα

Πολυλεκτικοί όροι

  • ωραία πύλη / Ωραία Πύλη: η κεντρική είσοδος στο ιερό χριστιανικού ναού
  • υψηλή πύλη: η τουρκική κυβέρνηση (κατά την περίοδο που υπήρχε Σουλτάνος)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πύλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πύλη θηλυκό

  1. το καθένα από τα δύο φύλλα πόρτας
  2. (κατ’ επέκταση) η είσοδος, η πόρτα σε κτίσμα

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.