πύλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πύλη | οι | πύλες |
| γενική | της | πύλης | των | πυλών |
| αιτιατική | την | πύλη | τις | πύλες |
| κλητική | πύλη | πύλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πύλη < αρχαία ελληνική πύλη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.li/
Ουσιαστικό
πύλη θηλυκό
- λογικό κύκλωμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
- ιστοσελίδα με ποικίλο περιεχόμενο
- είσοδος, πόρτα
Πολυλεκτικοί όροι
- ωραία πύλη / Ωραία Πύλη: η κεντρική είσοδος στο ιερό χριστιανικού ναού
- υψηλή πύλη: η τουρκική κυβέρνηση (κατά την περίοδο που υπήρχε Σουλτάνος)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
πύλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πύλη θηλυκό
- το καθένα από τα δύο φύλλα πόρτας
- (κατ’ επέκταση) η είσοδος, η πόρτα σε κτίσμα
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.