καγκελόπορτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καγκελόπορτα | οι | καγκελόπορτες |
| γενική | της | καγκελόπορτας | των | καγκελοπορτών |
| αιτιατική | την | καγκελόπορτα | τις | καγκελόπορτες |
| κλητική | καγκελόπορτα | καγκελόπορτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καγκελόπορτα θηλυκό
Μεταφράσεις
καγκελόπορτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
