καγκελόπορτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καγκελόπορτα οι καγκελόπορτες
      γενική της καγκελόπορτας των καγκελοπορτών
    αιτιατική την καγκελόπορτα τις καγκελόπορτες
     κλητική καγκελόπορτα καγκελόπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καγκελόπορτα < κάγκελ(ο) + -ό- + πόρτα
Ξύλινη καγκελόπορτα.

Ουσιαστικό

καγκελόπορτα θηλυκό

  • η πόρτα, συνήθως ενός περιβόλου ή αυλής, που είναι φτιαγμένη από κάγκελα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.