μεσόπορτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεσόπορτα | οι | μεσόπορτες |
| γενική | της | μεσόπορτας | των | μεσοπορτών |
| αιτιατική | τη | μεσόπορτα | τις | μεσόπορτες |
| κλητική | μεσόπορτα | μεσόπορτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈso.poɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σό‐πορ‐τα
Μεταφράσεις
μεσόπορτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.