πορτίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πορτίτσα | οι | πορτίτσες |
| γενική | της | πορτίτσας | — | |
| αιτιατική | την | πορτίτσα | τις | πορτίτσες |
| κλητική | πορτίτσα | πορτίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορτίτσα < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
πορτίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του πόρτα
- ※ Η κουζίνα ήταν στενόμακρη δίπλα από την τραπεζαρία και επικοινωνούσε μαζί της με μια πορτίτσα σχετικά χαμηλή. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: πορτάκι, πορτούλα
Μεταφράσεις
πορτίτσα
|
→ δείτε τη λέξη πορτάκι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.