παραπόρτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραπόρτι τα παραπόρτια
      γενική του παραπορτιού των παραπορτιών
    αιτιατική το παραπόρτι τα παραπόρτια
     κλητική παραπόρτι παραπόρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραπόρτι < μεσαιωνική ελληνική παραπόρτιον[1] < παρά + ελληνιστική κοινή πόρτα < λατινική porta

Ουσιαστικό

παραπόρτι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.