πορτοπαράθυρο

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική πορτοπαράθυρο πορτοπαράθυρα
γενική πορτοπαραθύρου πορτοπαραθύρων
αιτιατική πορτοπαράθυρο πορτοπαράθυρα
κλητική πορτοπαράθυρο πορτοπαράθυρα

Ουσιαστικό

το πορτοπαράθυρο (el) ουδέτερο

  1. οι πόρτες και τα παράθυρα μαζί
  2. μπαλκονόπορτα ή παραθυρόφυλλο, -α ειδικά σε δωμάτιο ή σπίτι που δεν έχει παράθυρα κι έχει διττό ρόλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.